-
1 εγκυκλια
τά1) (тж. τὰ ἐ. παιδεύματα) круг элементарных знаний, общее начальное образование(οἱ περὴ μουσικέν καὴ τὰ ἐ. παιδευταί Plut.)
2) повседневные дела(ἦν τοῦτο τῶν ἐγκυκλίων Isocr.)
1 εγκυκλια
(οἱ περὴ μουσικέν καὴ τὰ ἐ. παιδευταί Plut.)
(ἦν τοῦτο τῶν ἐγκυκλίων Isocr.)